- γαλαζόμαυρος
- η , ο тёмно-синий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυανοειδής — κυανοειδής, ές (Α) αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, γαλαζόμαυρος («στολή κυανοειδής», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
σφυρίδα — Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος… … Dictionary of Greek